- πλησιότης
- πλησιότης, ητος, ἡ,A neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλησιότης — neighbourhood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιότης — ητος, Α [πλησίος] η ιδιότητα τού να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
πλησιότητα — πλησιότης neighbourhood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιότητι — πλησιότης neighbourhood fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιότητος — πλησιότης neighbourhood fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)